- μονομαχικός
- μονομαχικός, -ή, -όν (Α) [μονομάχος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονομαχικά — μονομαχικός of neut nom/voc/acc pl μονομαχικά̱ , μονομαχικός of fem nom/voc/acc dual μονομαχικά̱ , μονομαχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχικῶν — μονομαχικός of fem gen pl μονομαχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχικόν — μονομαχικός of masc acc sg μονομαχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχικῆς — μονομαχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχικήν — μονομαχικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχικῶς — μονομαχικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχικῷ — μονομαχικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)